Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2008

Σίσες

Δημοτικό διαμέρισμα του Δήμου Γεροποτάμου.
Βρίσκεται σε υψόμετρο 120 μ. και σε απόσταση 44 χλμ. από το Ρέθυμνο.
Αναφέρεται το 1577, στην επαρχία Μυλοποτάμου, από το Fr. Barozzi, (f°28r) ως Sisses και το 1583, από τον Καστροφύλακα (K183) Sisses, με 370 οφειλόμενες αγγαρείες, χωρίς να αναφέρεται ο πληθυσμός.
Από το Βασιλικάτα (Μνημεία Κρητ. Ιστ. V, σ. 131) Sisses, το 1630.
Στην Τουρκική απογραφή του 1671, Sises με 16 χαράτσια (Ν. Σταυρινίδη, Μεταφράσεις B', σ. 130).
To 1881 αναφέρεται Σίσαις στο δήμο Δαμάστας με 205 Χριστιανούς.
το 1900 γράφεται Σείσες, στον ίδιο δήμο, κάτ. 267,
το 1920 έδρα ομώνυμου αγροτικού δήμου, κάτ. 316.
Στο "ΦΕΚ.Α27" του 1925 καταγράφονται τα στοιχεία αρχικής αναγνωρίσεως της κοινότητος Σισών (Δ. 26-1-1925):
Έδρα:Σίσαι, αι
Συνοικισμοί αρχικώς απαρτήσαντες την κοινότητα:
Σείσες
Μονή Βοσάκου
Συνοικισμοί αποτελούντες νυν την κοινότητα:
Σίσαι, αι
Μονή Βοσάκου, η
(βλέπουμε σε ένα ΦΕΚ και τις δύο μορφές γραφής του χωριού:Σείσες και Σίσες).
Το 1928 γράφεται Σείσες και είναι έδρα ομώνυμης κοινότητας με 334 κατοίκους και ο Συνοικισμός της Μονής Βοσάκου με 27 κατοίκους.
Το 1940 γράφεται «αι Σίσαι» με 423 κατοίκους και η Μονή Βοσάκου με 12.
Το 1951 Σίσαι(ο τόνος περισπωμένη) με 297 κατοίκους και η Μονή Βοσάκου με 152, που σημαίνει ότι πολλοί Σισανοί απογράφησαν στη Μονή Βοσάκου και όχι στην κοινότητά τους.
Το 1961 καταγράφονται στις Σίσες 465 κάτοικοι και στη Μονή Βοσάκου κανένας. Το 1971 κάτ. 409 και
το 1981 με 486 κατοίκους.
Οι κύριες αγροτικές ασχολίες του χωριού είναι κτηνοτροφία, μελισσοκομία και τις τελευταίες δεκαετίες η καλλιέργεια εσπεριδοειδών και ελαιοδένδρων. Τα πορτοκάλια και το λάδι των Σισών θεωρούνται εξαιρετικής ποιότητας. Επίσης στις Σίσες συλλέγεται από το φυτό αγκίσαρος, η εξαιρετικής ποιότητας αρωματική ρητίνη, αλάδανος.
Βορειοδυτικά του χωριού, κοντά στην Αλυκή, διαμορφώνοντας το χώρο για καλλιέργειες, το 1965, ήρθε στην επιφάνεια κυλινδρική πέτρα με διάμετρο:0,45 μ. και ύψος:0,64 μ. Έφερε επιγραφή ΣΙΣΑΙΩΝ και θεωρείται ότι χρησίμευε ως βωμός ή όρος (terminum sacrificalem). To γεγονός ανέφερε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία ο Ηρακλειώτης Μιχ. Γ. Διαλυνάς, η οποία παρέλαβε την επιγραφή, που σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο Ηρακλείου.
Η επιγραφή Σισαίων πιστοποιεί, ότι στη θέση αυτή υπήρχε παράλιος πόλη, που το όνομά της πρέπει να ήταν Σίσα ή Σίσαι, όνομα που διασώζει αναλλοίωτο το σημερινό χωριό. Όπως προκύπτει από το σχήμα των γραμμάτων, η επιγραφή ανήκει στα τέλη του Β ή στις αρχές του A' π.Χ. αιώνα. Ενδέχεται η αρχαία πόλη να ξεκινούσε από τα Σίσαρχα (όπως υποδηλώνει το όνομα), οικισμό σήμερα του δήμου Ανωγείων, που βρίσκεται σε υψόμετρο 640 μ. και να τελείωνε παραθαλάσσια, στη σημερινή περιοχή των Σισών.
Στην περιοχή των Σισών υπάρχουν σκωρίες(σκουριές), πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει σιδηρομετάλλευμα, που τα αρχαιότερα χρόνια, εκαμίνευαν οι τότε κάτοικοι. (Βλ. και «Κρητικά Χρονικά», ΙΘ', σ. 284, 229).
Τo όνομα Σίσαι είναι ασφαλώς προελληνικό και η ρίζα του, όπως και των οικισμών Σίσι και Σίσαρχα σχετίζεται με το όνομα της πόλης Sis στο εσωτερικό της Κιλικίας, σύμφωνα με τον Στυλ. Αλεξίου. (To Έργον της Αρχαιολογικής Εταιρίας κατά το 1965, a.141). Η αρχαία πόλη Σίσαι είναι άγνωστη και δεν αναφέρεται σε καμία πηγή.
Οι σύγχρονοι κάτοικοι έχουν διαμορφώσει τη δική τους εκδοχή για την ετυμολογία του χωριού. Εκδοχή που σχετίζεται με τους Τούρκους και μια μάχη στη θέση Μνήματα (στου «Λευτέρη το Κούτελο»). [Το χωριό έγινε πεδίο πολεμικών συγκρούσεων με τους Τούρκους, σίγουρα σε δύο περιόδους. Την πρώτη ήταν από το 1646-1669 με την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους(βλέπε παρακάτω) και τη δεύτερη την περίοδο της επαναστάσεως του 1821, που κατέληξε στην πυρπόληση της Μονής Βοσάκου].
Στα «Μνήματα» λοιπόν, είχαν μαζευτεί οι Σισανοί για να αντιμετωπίσουν τους Τούρκους, οι οποίοι είχαν στρατοπεδεύσει στο Βόσακο και αναμένονταν να κατέβουν από τη μεριά της Χαλκιαδήνας. Μάλιστα στο Βαρδιάνη, απέναντι από τη Χαλκιαδήνα, είχαν τοποθετήσει σκοπό που θα ειδοποιούσε για την άφιξη των Τούρκων χτυπώντας επαναλαμβανόμενα ένα λέρι. Ένας καλόγερος όμως που γνώριζε τις προετοιμασίες των Σισανών, οδήγησε τους Τούρκους στο πεδίο της μάχης, από του Μούγκρη, από αντίθετη δηλαδή κατεύθυνση. Αποτέλεσμα, ο πλήρης αιφνιδιασμός των Σισανών, ενώ η μάχη που επακολούθησε κατέληξε σε λουτρό αίματος. Κατά τη διάρκεια της μάχης, σύμφωνα με την παράδοση, «σείστηκε η γης», δηλαδή συνέβη σεισμός, από όπου και προέρχεται η ονομασία του χωριού. Μετά τη σφαγή των Σισανών οι Τούρκοι συνέλαβαν τον καλόγερο, θεωρώντας τον επικίνδυνο και σκεπτόμενοι ότι αφού πρόδωσε τους δικούς του, θα προδώσει και τους ίδιους. Τον εκτέλεσαν λίγο πιο πέρα, στο Μασχάλι, περιοχή που έκτοτε αποκαλείται Καλογερομάσχαλο. Σύμφωνα με την παράδοση μόνο τρεις κατάφεραν να διασωθούν, ένας Ρασούλης, ένας Μαυράκης και ένας Λιανέρης. Οι διασωθέντες μάλλον εκπροσωπούν τις αρχαιότερες οικογένειες του χωριού. Μάλιστα το επίθετο Ρασούλης εμφανίζεται σε "απόδοση προίκας" το 1549 στο χωριό Κορφές Ηρακλείου.
Σε άλλο έγγραφο των "Βενετικών Πηγών", με τίτλο:"ΕΙΔΙΚΟ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗΣ ΕΠΙΚΑΡΠΙΑΣ ΔΕΝΔΡΩΝ στις Σίσες το 1549", εμφανίζεται ο κάτοικος Σισών Γεώργις Χούμνος να παραχωρεί στον κουνιάδο του Αλέξιο Κατλαγιασή, τα δέντρα του, "εις το χωρίον Αλώϋδαις, εις τον τόπον του μισερ-Μαρή Γρηέδου" .
Η ετυμολογία των Σισών μάλλον έχει σχέση με το σεισμό, αφού έτσι κι’ αλλιώς η περιοχή είναι σεισμογενής(μπορεί και οι Σισαίοι να εκπροσωπούν γίγαντες αντίστοιχους με τους Αλωίδες). Ίσως πάλι, να προέρχεται από το φυτό σίσαρος, που μπορεί να είναι ο αγκίσαρος. Το φυτό αυτό παράγει τον περίφημο αλάδανο και συναντάται σε μεγάλες εκτάσεις(αλαδανότοπους) στα όρια των Σισών. Ο αλάδανος συλλέγεται από το φυτό «σέρνοντας» λουριά πάνω στο φύλλωμά του, δηλαδή και πάλι το όνομα, έχει σχέση με το «σίσιμο».
Στους «Πέρα Γαλήνους», στη θέση Άκρα Σούδας, εντοπίστηκε μεσομινωϊκή εγκατάσταση, τυχαία, το 1983. Μέχρι σήμερα έχουν ανασκαφεί περί τα 400 τμ. και έχει αποκαλυφθεί ένα σύμπλεγμα αρχιτεκτονικών δομών. Φαίνεται ότι εκεί υπήρχε, εξειδικευμένη βιοτεχνική εγκατάσταση. Oι Γαλήνοι βρίσκονται σε μια από τις μεταλλοφόρες περιοχές της Κρήτης (ανατολικά των Ταλαίων ορέων). Ειδικότερα το έδαφος στους Γαλήνους είναι πλούσιο σε αργυρούχο μόλυβδο και σε αρσενικό, που είναι απαραίτητο για τη σκλήρυνση του χαλκού. Μόνο στο χώρο των Γαλήνων σε απόσταση ενός έως δύο χιλιομέτρων από τον οικισμό παρατηρήθηκαν τουλάχιστον τέσσερα μεταλλεία, ενώ στην ευρύτερη περιοχή των Σισών εντοπίστηκαν άλλα πέντε. Περισσότερα: για τον οικισμό στους «Πέρα Γαλήνους».
Η πολυετής έρευνα του αρχαιολόγου Νικήτα Λιανέρη στον Άγιο Αντώνιο στους «Πέρα Γαλήνους», έφερε στο φως πλήθος ευρημάτων. Παρατίθεται σε φωτογραφίες μικρό τμήμα των ευρημάτων:





Σύμφωνα με τη μελέτη του Ιωάννη Φαντάκη: «Οι οικισμοί της Κρήτης κατά την Β΄ βυζαντινή περίοδο»: η θέση Σίσες κατοικείτο από τη ρωμαϊκή εποχή και τούτο γιατί κοντά στο χωριό, εργασίες οδοποιίας κατέστρεψαν αρχαιολογικό χώρο και μια επιγραφή με τη λέξη Σισαίοι. Θα μπορούσαμε ίσως να δεχτούμε συνεχή κατοίκηση του χώρου, αν συνδυάσουμε το γεγονός ότι ο οικισμός συναντάται και στις απογραφές τις ύστερης ενετοκρατίας.
Σύμφωνα με τον P. Faure(Eglises Cretoises sous roche) στις Σίσες υπήρχε παλαιότερα σπηλαιώδης ναός του Αγίου Ονουφρίου. Η καθιέρωση του ναού στο όνομα του ασκητή Οσίου Ονουφρίου δεν είναι τυχαία. Και η τοπική παράδοση συνηγορεί υπέρ αυτής της άποψης και διασώζει τη μνήμη του ασκητή Ονούφρη που έδρασε στην περιοχή.
Στην περιοχή του χωριού υπήρχαν τέσσερα μεγάλα μοναστήρια: Μονή Αγίων Πατέρων στα Καλά Χωράφια, η ερειπωμένη σήμερα Μονή Αγίου Ιωάννη στους Γαλήνους, η Μονή Βοσάκου, η μόνη που ακόμα λειτουργεί και η Μονή Αγίου Αντωνίου στους "Πέρα Γαλήνους".
Οι Σίσες κατά το μεγαλύτερο διάστημα από το 17ο έως 19ο αιώνα ήταν μετόχι της Μονής Βωσάκου. Επί Τουρκοκρατίας, συνεχίστηκε ουσιαστικά το φεουδαρχικό σύστημα της ενετικής περιόδου με τους Καλλέργηδες. Το 1646, κατά τη διάρκεια της Τουρκικής επίθεσης στην Κρήτη, υπό τον Φαζίλ Αχμέτ Πασά Κιοπρουλή, ολοκληρώνεται η κατάληψη του νομού Ρεθύμνης με την καταστροφή της μονής των Αγίων Πατέρων, στα «Καλά Χωράφια» Σισών, όπου στη γύρω περιοχή, είχε αναπτυχθεί μεγάλος οικισμός. Η περιοχή αποκτά στρατηγική σημασία και μετατρέπεται σε ένα από τα βασικά θέατρα πολεμικών επιχειρήσεων, λόγω της πολυετούς πολιορκίας του Χάνδακα. Με την πτώση του Χάνδακα, το 1669, το καλλεργικό φεουδαρχικό σύστημα περνά στα χέρια του ηγουμενοσυμβουλίου του Βωσάκου, οι Σίσες μετατρέπονται σε μετόχι της μονής και οι κάτοικοι της περιοχής σε εργάτες της Μονής.
Ο Μελέτιος Βαρδιάμπασης, ηγούμενος της Μονής Βωσάκου από το 1821 έως 1866, οργάνωσε τα μετόχια της μονής, στις Σίσες, στο Γαράζο και στους Δαφνέδες, που είχαν υποστεί μεγάλες καταστροφές από τους Τούρκους, κατά την επανάσταση του 1821. Κατά την επανάσταση πυρπολήθηκε η μονή Βωσάκου και η περίφημη βιβλιοθήκη της. Το 1822 έφτασε στο Μυλοπόταμο ο Χασάν Πασάς, ο οποίος επέδειξε γενικά στην περιοχή απερίγραπτη αγριότητα…. Το 1823 κατέφθασε στον Μυλοπόταμο και ο τουρκοαιγυπτιακός στρατός με αρχηγό τον Χουσεΐν Μπέη, ο ο ποίος πυρπόλησε το σπήλαιο του Μελιδονίου όπου είχαν καταφύγει 370 γυναικόπαιδα και 30 οπλοφόροι.
Το 1866 στο Βώσακο φιλοξενήθηκε ο Έλληνας συνταγματάρχης Πάνος Κορωναίος που είχε και το γενικό πρόσταγμα των επιχειρήσεων, κατά την Κρητική Επανάσταση του 1866. Το 1867 αποβιβάστηκαν στα «Καλά χωράφια», Μανιάτες εθελοντές, που επίσης φιλοξενήθηκαν στο Βώσακο και πήραν μέρος στην επανάσταση.
Το 1871 πραγματοποιείται συμφωνία μεταξύ της Δημογεροντίας Ρεθύμνου και του Βωσάκου, με την οποία, αποφασίστηκε η εκμίσθωση του μεγαλύτερου μέρους της τεράστιας περιουσίας της μονής για τέσσερα χρόνια.
Εκείνη την εποχή, σε όλη την Κρήτη, οι "τοπικές Δημογεροντίες" αναλάμβαναν τη διαχείριση των μοναστηριακών περιουσιών, με σκοπό την καλύτερη διαχείριση των «μοναστηριακών πραγμάτων» και τη «διάθεση μέρους των μοναστηριακών εισοδημάτων υπέρ της λαϊκής παιδείας».
Έτσι οι Σισανοί, άρχισαν να αποκτούν ιδιωτικές περιουσίες και για πρώτη φορά ξεπερνούν την κουλτούρα μετοχιού που είχαν μέχρι τότε. Αρχίζουν να αποκτούν κοινοτική συνείδηση. Ηγούμενος στο Βώσακο, από το 1866, ήταν ο Μελχισεδέκ Βαρδιάμπασης, ο οποίος δεν συμφώνησε ποτέ με το νέο θεσμό της δημογεροντίας και τη διαχείριση από αυτήν, των μοναστηριακών πραγμάτων. Έτσι ξεκίνησε έναν αγώνα για επιστροφή στο παλαιό φεουδαρχικό καθεστώς. Έστειλε επιστολή στον Πατριάρχη Ιωακείμ τον Α', το 1874, με την οποία του εξέθετε την πολύ κακή οικονομική κατάσταση της μονής Βωσάκου λόγω του Αγώνα. Πέτυχε τελικά το 1874 συνοδική απόφαση με την οποία αποδεσμεύονταν η περιουσία του Βωσάκου και της Χαλέπας(όπου επιστατούσε) από τη διαχείριση της Δημογεροντίας Ρεθύμνου, παρά του ότι μεγάλο τμήμα της είχε ήδη ενοικιαστεί. (βλέπε Πατριαρχική Επιστολή)
Η απόφαση προκάλεσε τη λυσσαλέα αντίδραση της Δημογεροντίας Ρεθύμνου (27/11/1874) και της Δημογεροντίας Ηρακλείου και σκάνδαλο σε όλη την Κρήτη. Υπάρχει πλήθος εγγράφων, επιστολών αλλά και η μαρτυρία του Άγγλου πολεμικού ανταποκριτή και ένθερμου φιλέλληνα Ιλαρίωνα Σκίννερ(που πολέμησε και στο πλευρό των μοναχών), για αυτή την περίοδο.
Για την ενοικίαση των μοναστικών περιουσιών προσφέρθηκαν άνθρωποι από τα μετόχια που υπήρχαν ήδη ως εργάτες και αν αυτοί δεν είχαν τις προϋποθέσεις τότε έρχονταν νέοι από τα γύρω χωριά. Στους ήδη υπάρχοντες κατοίκους προστέθηκαν δηλαδή, νέοι που μπορούσαν να ανταποκριθούν στις νέες μορφές διαχείρισης-ενοικίασης της μοναστικής περιουσίας και είχαν τα χρήματα για να ενοικιάσουν κτήματα από τα μετόχια.
Πολλοί όμως άρπαζαν από μόνοι τους χωράφια χωρίς καν να δίνουν ενοίκιο.
Σε έγγραφο της Δημογεροντίας Ηρακλείου αναφέρεται η περιουσία που διαχειρίζεται η μονή Βωσάκου το 1874 και 1875:
"Κατάλογος κτημάτων τα οποία η Συνοδία της Ιεράς Μονής Βώσακος νέμεται ως περιοχήν κείμενα
Α) Εις την περιοχήν της ιδίας Μονής
Β) Εις το Μετόχιον Καλό Χωράφι
Γ) Εις το Μετόχιον Σίσες : αγροί καλλιεργήσιμοι κοιλών 260 / αγροί βοσκήσιμοι κοιλών 3005.1)2 / ελαιόδενδρα 163 / ελαιόφυτα 433 / άμπελος εργατών 80 / αμυγδαλέαι 15 / καρυαί 2 / συκέαι 10 / κυπάρισσοι 27 / κουκουναρέαι 5 / λεμονέαι 5 / νεραντζέαι 2 / κερατέαι 261 / κήπος κοιλών 7 / μορέαι 25 / απιδέαι 11 / υδρόμυλος / βόες 2 / αγελάδες 2 / μόσχοι 2 / ημίονοι 2 / όνοι 2 / πώλος 1 / ίπποι 3 / πρόβατα 80 / αίγες 150 / κυψέλαι μελισσών 300. [ Α. Δ. Η. , α.φ. 89, α.α. 149]
Πολλοί από τους ενοικιαστές δεν απέδιδαν το ενοίκιο και πολλοί κάτοικοι της περιοχής είχαν "αρπάξει" μόνοι τους διάφορα κτήματα. Έτσι το 1875 το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγκάζεται να εκδώσει «Πατριαρχικό Επιτίμιο» εναντίον εκείνων που "διήρπαζαν" τις περιουσίες των μονών Βωσάκου και Χαλέπας.
Η αντίδραση των Δημογεροντιών Κρήτης ήταν και πάλι τόσο ισχυρή που ο Πατριάρχης αναγκάστηκε να συμφωνήσει τελικά με τις Δημογεροντίες και να συνεχιστεί έτσι η εκποίηση των βωσακικών περιουσιών.

Το κυρίαρχο φυτό στη χλωρίδα της περιοχής των Σισών είναι ο (αγ)κίσσαρος ή αλαδανιά. Είναι ένα θαµνώδες υποτροπικό φυτό το οποίο ανήκει στην οικογένεια των Κιστιδών (Cistaceae), αναπτύσσεται στην περιοχή της Μεσογείου και έχει πλήθος υποειδών, ορισµένα από τα οποία φύονται αποκλειστικά στην Βόρεια Κρήτη. Στις Σίσες καλύπτουν µεγάλες εκτάσεις που οι ντόπιοι αποκαλούν αλαδανότοπους (κιστώνες) Από τα φύλλα του φυτού παράγεται αρωματική ρητίνη, γνωστή από την αρχαιότητα, με έντονες φαρμακευτικές ιδιότητες(κυρίως αντιµικροβιακή δράση). Με τις μεθόδους αέριας χρωµατογραφίας και φασµατοσκοπίας μάζας απομονώθηκε οµάδα διτερπενίων(Manoyl oxides) που υπερβαίνει το 40% του αιθέριου αλαδανέλαιου και συναντάται αποκλειστικά στον κρητικό αλάδανο. Φαίνεται ότι το υποείδος που παράγει τον αλάδανο και συγκεντρώνεται περισσότερο σε αυτή την περιοχή, είναι παραγωγικότερο και εντονότερων χαρακτηριστικών(αρωματικών και φαρμακευτικών) λόγω των κλιματολογικών και γεωλογικών συνθηκών. Θεωρείται ότι το άνθος του αγκίσσαρου εμφανίζεται στην τοιχογραφία του παλατιού της Κνωσού «το γαλάζιο πουλί», οπότε και οι ιδιότητες του φυτού ήταν γνωστές και στη Μινωϊκή Κρήτη. Προσδοκούμε οι ανασκαφές στους Πέρα Γαλήνους να το επιβεβαιώσουν. Περισσότερα για τον αγκίσαρο και τον αλάδανο στο [1] και [2].